προορίζομαι

προορίζομαι
προορίζομαι, προορίστηκα, προορισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • επικληρώ — ἐπικληρῶ και δωρ. τ. ἐπικλαρῶ, όω (Α) [επίκληρος] 1. διανέμω κάτι με κλήρο («τὸν ἄρχοντ’ ἐπικληροῡν ὁ νόμος τοῑς χοροῑς τοὺς αὐλητὰς κελεύει», Δημοσθ.) 2. καθορίζω, προσδιορίζω με κλήρο («τῶν δικαστηρίων ἐπικεκληρωμένων», Δημοσθ.) 3. (με απρμφ.)… …   Dictionary of Greek

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

  • μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… …   Dictionary of Greek

  • μακελλειό — το (AM μακελλείον, Μ και μακελλειό) [μάκελλος] 1. περιφραγμένος τόπος, όπου σφάζονται τα ζώα, σφαγείο 2. κρεοπωλείο, χασάπικο 3. μαγειρείο νεοελλ. μσν. μτφ. μεγάλη σφαγή ανθρώπων, ομαδικοί φόνοι («έγινε μεγάλο μακελλειό») μσν. φρ. α. κάμνω… …   Dictionary of Greek

  • μονάζω — (ΑΜ μονάζω) [μόνος] 1. είμαι ή απομένω μόνος 2. διάγω μοναστικό βίο, είμαι μοναχός, ασκητεύω μσν. (η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ὁ μονάζων, ἡ μονάζουσα α) μοναχός, καλόγηρος β) μοναχή, καλόγρια μσν. αρχ. ζω μοναχικό βίο ή ζω στην ερημιά… …   Dictionary of Greek

  • σχολάζω — ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Α σταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — είσαι, είναι, είμαστε, είστε, είναι, μτχ. όντας, πρτ. ήμουν, ήσουν, ήταν, ήμαστε, ήσαστε, ήταν (οι άλλοι χρόνοι αναπληρώνονται από τα ρ. υπάρχω, γίνομαι)· όταν η προηγούμενη λέξη είναι οξύτονη φωνηεντόληκτη, συχνά οι τύποι του ενεστ. και του πρτ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”